- επιβατικός
- -ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) [επιβάτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το επιβατικόμέσο μεταφοράς επιβατώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου2. ο μισθός τών ναυτών3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικάμικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.
Dictionary of Greek. 2013.