επιβατικός

επιβατικός
-ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) [επιβάτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό
μέσο μεταφοράς επιβατών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν
1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου
2. ο μισθός τών ναυτών
3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικά
μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιβατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες, που προορίζεται γι αυτούς: Επιβατική αμαξοστοιχία. 2. το ουδ. ως ουσ., επιβατικό (ενν. πλοίο), πλοίο που μεταφέρει επιβάτες, το ποστάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβατικά — ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικῶν — ἐπιβατικός of fem gen pl ἐπιβατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικόν — ἐπιβατικός of masc acc sg ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικοῖς — ἐπιβατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικοῦ — ἐπιβατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικήν — ἐπιβατικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικῶς — ἐπιβατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”